κοσκινομαντις

κοσκινομαντις
    κοσκινόμαντις
    κοσκινό-μαντις
    -ιδος ὅ и ἥ гадатель или гадательница, предсказывающие с помощью решета Theocr.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κοσκινομαντις" в других словарях:

  • κοσκινόμαντις — κοσκινόμαντις, άντεως ή άντιδος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που μαντεύει με το κόσκινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + μάντις (πρβλ. αστρό μαντις, χειρό μαντις)] …   Dictionary of Greek

  • κοσκινόμαντις — diviner by a sieve masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσκινομάντεις — κοσκινόμαντις diviner by a sieve masc/fem nom/voc pl (attic epic) κοσκινόμαντις diviner by a sieve masc/fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσκινόμαντιν — κοσκινόμαντις diviner by a sieve masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσκινομαντική — η (Α κοσκινομαντική) [κοσκινόμαντις] η κοσκινομαντεία …   Dictionary of Greek

  • κόσκινο — Όργανο που αποτελείται από ένα πλαίσιο και από έναν πυθμένα δικτυωτό ή από διάτρητο έλασμα. Χρησιμοποιείται για να διαχωρίζονται από μια μάζα ασύνδετων σωμάτων στοιχεία ή κόκκοι με διαστάσεις μικρότερες από αυτές των οπών του πυθμένα. Για… …   Dictionary of Greek

  • μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»